Η Τέχνη, ο Έρωτας και ο Άνθρωπος
Μία συζήτηση με το Γιώργο Πολ. Ιωαννίδη
Ο Γιώργος Πολ. Ιωαννίδης είναι Έλληνας ζωγράφος, το έργο του οποίου οδηγείται από κοινωνική ευαισθησία, αγάπη και ενδιαφέρον για τον άνθρωπο, ενώ ξεχωρίζει για το εξαίρετο σχέδιο και τα εξπρεσιονιστικά χρώματά του.
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1956 ζωγράφισε την πρώτη τοπιογραφία του σε ηλικία δέκα χρονών (!). Όταν τον ρωτώ για το πώς εκδηλώθηκε αυτή η αγάπη του για τη ζωγραφική, ο Ιωαννίδης θυμάται:
“Ερωτεύτηκα την ελιά, το χρώμα και τη φόρμα της. Υπήρχαν δύο ελαιόδεντρα σε ένα χωράφι και ένιωσα ότι απλώς έπρεπε να τα ζωγραφίσω. Έτσι έκανα την πρώτη μου ελαιογραφία. Ως έφηβος αντέγραφα τα έργα των μεγάλων κλασικών ζωγράφων: ο Γκόγια, ο Ρενουάρ, ο Ρέμπραντ και ο Σεζάν ήταν οι πρώτες μου επιρροές. Ήμουν τόσο εντυπωσιασμένος από τα έργα τους –είχαν τρομερή επίδραση σε μένα.”
Παρά το νεαρό της ηλικίας του και την έλλειψη επίσημης εκπαίδευσης, αυτά τα πρώιμα έργα αποκαλύπτουν το φυσικό ταλέντο του καλλιτέχνη στο σχέδιο και τη ζωγραφική. Στο USEUM βρίσκεται ένα αντιγεγραμμένο πορτρέτο του Γκόγια (1969) και ένας πίνακας με μία λεπτομέρεια από το έργο του Ντελακρουά Η Σφαγή της Χίου (1968), που εντυπωσιάζουν με την ακρίβεια στην εκτέλεσή τους.
Η αγάπη του Ιωαννίδη για την τέχνη σε όλες τις μορφές της τον ώθησε να σπουδάσει όχι μόνο ζωγραφική, αλλά και αρχιτεκτονική, σκηνογραφία και την τέχνη του πορτρέτου στις Ακαδημίες Καλών Τεχνών της Βενετίας και της Φλωρεντίας (1974–1985). Όταν η συζήτηση έρχεται στις σπουδές του στην Ιταλία, θυμάται:
“Η Βενετία με απελευθέρωσε από το συντηρητισμό. Οι δάσκαλοί μου μου έλεγαν να ξεδιπλώνω πάντοτε αυτό που αισθάνομαι, αυτό που έχω μέσα μου, και όχι αυτό που μου επιβάλλει το σύστημα.”
Για το λόγο αυτό, ενώ πειραματίστηκε στις δεκαετίες του 1980 και 1990 με τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ορφικό Α’ (1984), επέστρεψε στην ενσωμάτωση παραστατικών στοιχείων στους πίνακές του, όπως στα Αποκάλυψις (1989) και Ο Μεγάλος Ερωτικός (1990), εμπνευσμένο από τον ομώνυμο δίσκο του Μάνου Χατζιδάκι:
“Χρειάζομαι τα παραστατικά στοιχεία διότι λειτουργούν ως σύμβολα στα έργα μου. Αγαπώ το απόλυτο μαύρο και το απόλυτο άσπρο: τα θεωρώ αναντικατάστατα στοιχεία. Αλλά παρόλο που τα χρώματα με βοηθούν περισσότερο να εκφράσω τη δραματουργία και την τραγωδία που πολύ συχνά απεικονίζονται στα έργα μου, τα παραστατικά στοιχεία είναι μια εσωτερική ανάγκη.”
Στον πίνακα Πάθη (1983) ο καλλιτέχνης έχει ζωγραφίσει τα Πάθη του Χριστού ως ένα αμάλγαμα αφηρημένων σχημάτων, εν μέσω των οποίων εμφανίζονται ανθρώπινα σώματα. Η φιγούρα του Χριστού ξεχωρίζει με τη χρήση τόνων του κόκκινου και της ώχρας και απεικονίζεται στο Σταυρό και στην Αποκαθήλωση. Το θέμα του πίνακα είναι μια αλληγορία για τα προβλήματα της κοινωνίας και τα πάθη της ανθρωπότητας, η οποία προσωποποιείται στη φιγούρα του Χριστού.
Κατά το Γιώργο Ιωαννίδη οι καλλιτέχνες δεν μπορούν να μένουν απαθείς στην κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής τους. Η τέχνη πρέπει να βρίσκεται κοντά στους προβληματισμούς του απλού λαού, έτσι ώστε να μπορέσει να τον ενεργοποιήσει και να τον κινητοποιήσει:
“Πάντοτε δίνω τίτλους στα έργα μου γιατί θυμάμαι τον Τζούλιο Αργκάν να λέει ότι δεν υπάρχει σημαντικό έργο στην Ιστορία της Τέχνης που να μην έχει τίτλο. Για μένα τα έργα χωρίς τίτλο είναι απολίτικα. Και η τέχνη δεν μπορεί να είναι απολίτικη. Εφόσον οι καλλιτέχνες δεν μπορούν να προσφέρουν στην κοινωνία με άμεσο τρόπο, ο ρόλος τους είναι να προσφέρουν στην κοινωνία ερεθίσματα που ο μέσος άνθρωπος δε λαμβάνει στην καθημερινότητά του. Γι’ αυτό θέλω με το έργο μου να δώσω δύναμη στον κόσμο, να τον ανεβάσω ψηλά.”
Οι λογοτεχνικές επιρροές του καλλιτέχνη αντανακλούν τις κοινωνικές και πολιτικές ευαισθησίες του. Τα έργα του Γιάννη Ρίτσου, Κώστα Βάρναλη, καθώς και τον Ρώσων Μαξίμ Γκόρκι, Φιόντορ Ντοστογιέφσκι και Λεό Τολστόι, ένα πορτραίτο του οποίου δια χειρός Ιωαννίδη βρίσκεται στο USEUM, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην καλλιτεχνική του παραγωγή:
“Το έργο μου είναι ανθρωποκεντρικό με την έννοια ότι ο άνθρωπος παρουσιάζεται ξεγυμνωμένος από τις ταπεινώσεις και ορθώνει το ανάστημά του. Είμαι μέσα στον αγώνα διότι αισθάνομαι την ανάγκη να σηκώσω το ανάστημά μου και να προσφέρω κοινωνικά. Ο αγώνας και τα αιτήματα των αδύναμων τάξεων και των φτωχών μου δίνουν δύναμη και με εμπνέουν να συνεχίσω το έργο μου. Οι τρεις κολόνες του έργου μου είναι η τέχνη, ο έρωτας και ο άνθρωπος.”
Την έμπνευση και τη φλόγα του πάθους για την τέχνη είναι αυτά που προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει ο Ιωαννίδης στις νεότερες γενιές μέσω της διδασκαλίας του τα τελευταία 25 χρόνια:
“Λέω στους μαθητές μου να μη μισήσουν την τέχνη στη ζωή τους και να κάνουν προσπάθεια να την αγαπήσουν σε όλες τις μορφές της. Γι’ αυτό εκτός από εκθέσεις, προσπαθώ να τους φέρω σε επαφή με το ευρύ φάσμα των εικαστικών τεχνών, όπως επίσης με το θέατρο και τον κινηματογράφο. Ίσως η προσπάθειά μου αυτή να πηγάζει από την αντίστοιχη έλλειψη καλλιτεχνικών ερεθισμάτων στα δικά μου σχολικά χρόνια, που με κάνει να θέλω να προσφέρω όσο περισσότερα μπορώ. Από την επαφή μου με τις νεότερες γενιές και την ανάγκη επικοινωνίας που εισπράττω μέσω της διδασκαλίας μου έχω αποκομίσει πραγματική ελπίδα για το μέλλον.”
Καθώς ο Ιωαννίδης είναι ένας καλλιτέχνης αφοσιωμένος κυρίως στη ζωγραφική, ενδιαφερόμουν ιδιαίτερα να ακούσω τις απόψεις του για τη σχετική απαξίωση της ζωγραφικής στη σκηνή της σύγχρονης τέχνης:
“Η τέχνη πρέπει να εκφράζει και να προβάλλει την εποχή της, αλλά η είσοδος του νεοπλουτισμού στην τέχνη τα τελευταία είκοσι με τριάντα χρόνια έχει οδηγήσει σε μια υπερπροβολή της ύλης. Οι καλλιτέχνες έχουν υποκύψει στους κανόνες του συστήματος και δημιουργούν έργα για το κέρδος, τον ανταγωνισμό και για να ικανοποιήσουν το εγώ τους. Προοδευτικά λοιπόν έχουν κάνει συμβιβασμούς στην τεχνική τους και έχουν γίνει μία μάζα χωρίς προσωπικό στίγμα.”
Παρόλο που έργα του βρίσκονται σε μεγάλες και σημαντικές συλλογές, όπως η Θυσία (1992) που αποτελεί μέρος της συλλογής του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, ο Ιωαννίδης αρνείται να ακολουθήσει τους κανόνες του επιχειρηματικού κόσμου της τέχνης. Στην προσπάθειά του να παραμείνει πιστός στα ιδανικά του και να διατηρήσει το υψηλό επίπεδο της τέχνης του δε δημιουργεί πάνω από επτά έργα το χρόνο.
Από πιο αφηρημένα έργα όπως το αλληγορικό Προμηθέας (1998), ένα έργο τολμηρό, με τον Τιτάνα που τιμωρήθηκε από το Δία επειδή έδωσε το δώρο της φωτιάς στους ανθρώπους, σε κόκκινη σχεδόν μονοχρωματική παλέτα, τελευταία ο καλλιτέχνης έχει στραφεί προς μια καθαρά εικονιστική ζωγραφική. Στο εντυπωσιακό έργο Σκιά Θανάτου (2013) ο Ιωαννίδης δε φοβάται να δείξει με συμβολικό τρόπο την αλήθεια της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας: προσωποποιημένη στον άνθρωπο που εικονίζεται στα αριστερά η ανθρωπότητα γέρνει αδύναμη, έτοιμη να γίνει λεία των αρπακτικών του νεοφιλελεύθερου συστήματος, που είναι έτοιμα να κατασπαράξουν ό,τι έχει απομείνει. Επίσης, ο καλλιτέχνης δείχνει τους ανθρώπους να μάχονται εναντίον των εχθρών τους στο Δοξαστικόν (2012), καθώς και να στέκονται υπεράνω των εμποδίων και της ζοφερής κατάστασης που επικρατεί γύρω τους στο έργο Ανθρωπογονία (2012). Άλλωστε, ο Γιώργος Πολ. Ιωαννίδης είναι πάνω από όλα ένας καλλιτέχνης που πιστεύει πραγματικά στις δυνατότητες του ανθρώπου και μιας ενωμένης κοινωνίας και αυτή η πίστη του είναι που τροφοδοτεί συνεχώς το πάθος του για την τέχνη και τη ζωγραφική.
Αννίτα Αποστολάκη ∙ 2014 ∙ Ιστορικός της Τέχνης
Πατήστε εδώ για το κείμενο στο USEUM Blog